↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξεχασμένος η ξεχασμένη το ξεχασμένο
      γενική του ξεχασμένου της ξεχασμένης του ξεχασμένου
    αιτιατική τον ξεχασμένο την ξεχασμένη το ξεχασμένο
     κλητική ξεχασμένε ξεχασμένη ξεχασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξεχασμένοι οι ξεχασμένες τα ξεχασμένα
      γενική των ξεχασμένων των ξεχασμένων των ξεχασμένων
    αιτιατική τους ξεχασμένους τις ξεχασμένες τα ξεχασμένα
     κλητική ξεχασμένοι ξεχασμένες ξεχασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ξεχασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξεχνάω / ξεχνώ, ξεχνιέμαι

ξεχασμένος, -η, -ο

  1. που τον έχουν ξεχάσει
    • Ξεχασμένοι οι τελευταίοι Κουταλιανοί της Αθήνας, σε ένα υπόγειο πέθανε μετά από τροχαίο ο Τζιμ Αρμάου και τώρα ο θρυλικός Σαμψών, ο Γιάννης Κεσκιλίδης, ξεχασμένος χωρίς σύνταξη και φάρμακα στα 85 του χρόνια'
  2. που είναι αφηρημένος, ξεχνάει, σαν χαμένος
    • Ο Παπα-Παρθένης έμεινε στην ανοικτή πόρτα, σα ξεχασμένος, κυττάζοντας στο υγρό σκοτάδι, με μια βαθειά μελαγχολία (Παύλος Νιρβάνας, "Το συναξάρι του Παπα-Παρθένη κι άλλες νησιώτικες ιστορίες", 1915)
→ δείτε τη λέξη ξεχνώ

  Μεταφράσεις

επεξεργασία