ξεχασμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίαξεχασμένος, -η, -ο
- που τον έχουν ξεχάσει
- Ξεχασμένοι οι τελευταίοι Κουταλιανοί της Αθήνας, σε ένα υπόγειο πέθανε μετά από τροχαίο ο Τζιμ Αρμάου και τώρα ο θρυλικός Σαμψών, ο Γιάννης Κεσκιλίδης, ξεχασμένος χωρίς σύνταξη και φάρμακα στα 85 του χρόνια'
- που είναι αφηρημένος, ξεχνάει, σαν χαμένος
- Ο Παπα-Παρθένης έμεινε στην ανοικτή πόρτα, σα ξεχασμένος, κυττάζοντας στο υγρό σκοτάδι, με μια βαθειά μελαγχολία (Παύλος Νιρβάνας, "Το συναξάρι του Παπα-Παρθένη κι άλλες νησιώτικες ιστορίες", 1915)
- → δείτε τη λέξη ξεχνώ