Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kseˈxɲe.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ξε‐χνιέ‐μαι

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

ξεχνιέμαι, π.αόρ.: ξεχάστηκα, μτχ.π.π.: ξεχασμένος

  • παθητική φωνή του ρήματος ξεχνάω / ξεχνώ
    1. παθητικές σημασίες του ξεχνάω, με ξεχνάνε είτε επειδή περνά καιρός είτε επειδή φαίνομαι πια ασήμαντος
      ⮡  Το σκάνδαλο ξεχάστηκε αμέσως γιατί ξέσπασαν άλλα μεγαλύτερα
      • Το πρώτο τόνομα γλήγορα ξεχάστηκε, κι απόμεινε μονάχα σε βιβλία και σ' έγγραφα. Το δεύτερο έμεινε και θα μείνη, εξόν αν άλλες φυλές και γλώσσες μας το ιεροσυλήσουν κι αυτό, και κάμουν ό,τι μια Τουρκιά δε δυνήθηκε (Αργύρης Εφταλιώτης, Ιστορία της Ρωμιοσύνης)
    2. είμαι αφηρημένος ή κουρασμένος και λησμονώ να κάνω κάτι
      ⮡  Ώχ! Ξεχάστηκα!
      ※  ...μα ξαναγύριζε πάλι να πάρη κάποιον ακόμα, που ξεχάστηκε μέσα στα δάκρια, κι αφού τον έπαιρνε κι αυτόν ξεκινούσε γλυστρώντας αγάλι' αγάλια στην αρχή στα κυματάκια της θάλασσας... (Μήτσος Χατζόπουλος, Οι Κληρωτοί, στο Ντόπιες Ζωγραφιές 1897)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία