ξεχνάω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξεχνάω < ξεχ(νώ) + -άω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ξεχνῶ < ξεχάνω < ξε- + χάνω[1][2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kseˈxna.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξε‐χνά‐ω
Ρήμα
επεξεργασίαξεχνάω/ξεχνώ, αόρ.: ξέχασα, παθ.φωνή: ξεχνιέμαι, π.αόρ.: ξεχάστηκα, μτχ.π.π.: ξεχασμένος
- σταματώ να θυμάμαι, δεν καταφέρνω ή δε θέλω να ανακαλέσω στη μνήμη μου
- ⮡ είχε ξεχάσει τον δρόμο και άργησε να έρθει
- ※ Δάσκαλοι πολιτικοί, που διαβάζεις τα μεγάλα τα λόγια τους, και ξεχνάς τα μικρά τα καμώματά τους (Αργύρης Εφταλιώτης, Φυλλάδες του Γεροδήμου, 1897)
- παραλείπω ή παραμελώ να κάνω κάτι, χωρίς να το θέλω
- ⮡ ξέχασα να αγοράσω λουλούδια για τα γενέθλιά σου
- δε θυμάμαι να πάρω κάτι μαζί μου
- ⮡ ξέχασαν να πάρουν μαζί τους τον χάρτη
- (προστακτική) → δείτε τη λέξη ξέχνα / ξεχάστε: πάψε / πάψτε να σας ενδιαφέρει ή να σας απασχολεί κάτι
- ⮡ ξέχνα ό,τι έγινε και συγκεντρώσου σε εμάς
- ※ Έβγα, Γαλάτεια, στη στεριά και μείνε και ξεχάσου όπως εδώ ξεχνάω κ' εγώ στο σπίτι να γυρίσω (απόδοση Ιωάννης Πολέμης, 1911 για το: Θεόκριτος, Ειδύλλια, Κύκλωψ)
- → δείτε και την παθητική φωνή ξεχνιέμαι
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- τον έχει ξεχάσει ο Χάρος: για κάποιον που ζει μολονότι έχει φτάσει σε πολύ βαθιά γεράματα
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- ξηχάννω (κυπριακή διάλεκτος)
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεχνάω - ξεχνώ | ξεχνούσα | θα ξεχνάω - ξεχνώ | να ξεχνάω - ξεχνώ | ξεχνώντας | |
β' ενικ. | ξεχνάς | ξεχνούσες | θα ξεχνάς | να ξεχνάς | ξέχνα - ξέχναγε | |
γ' ενικ. | ξεχνάει - ξεχνά | ξεχνούσε | θα ξεχνάει - ξεχνά | να ξεχνάει - ξεχνά | ||
α' πληθ. | ξεχνάμε - ξεχνούμε | ξεχνούσαμε | θα ξεχνάμε - ξεχνούμε | να ξεχνάμε - ξεχνούμε | ||
β' πληθ. | ξεχνάτε | ξεχνούσατε | θα ξεχνάτε | να ξεχνάτε | ξεχνάτε | |
γ' πληθ. | ξεχνάν(ε) - ξεχνούν(ε) | ξεχνούσαν(ε) | θα ξεχνάν(ε) - ξεχνούν(ε) | να ξεχνάν(ε) - ξεχνούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξέχασα | θα ξεχάσω | να ξεχάσω | ξεχάσει | ||
β' ενικ. | ξέχασες | θα ξεχάσεις | να ξεχάσεις | ξέχνα - ξέχασε | ||
γ' ενικ. | ξέχασε | θα ξεχάσει | να ξεχάσει | |||
α' πληθ. | ξεχάσαμε | θα ξεχάσουμε | να ξεχάσουμε | |||
β' πληθ. | ξεχάσατε | θα ξεχάσετε | να ξεχάσετε | ξεχάστε | ||
γ' πληθ. | ξέχασαν ξεχάσαν(ε) |
θα ξεχάσουν(ε) | να ξεχάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεχάσει | είχα ξεχάσει | θα έχω ξεχάσει | να έχω ξεχάσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεχάσει | είχες ξεχάσει | θα έχεις ξεχάσει | να έχεις ξεχάσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξεχάσει | είχε ξεχάσει | θα έχει ξεχάσει | να έχει ξεχάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεχάσει | είχαμε ξεχάσει | θα έχουμε ξεχάσει | να έχουμε ξεχάσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεχάσει | είχατε ξεχάσει | θα έχετε ξεχάσει | να έχετε ξεχάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεχάσει | είχαν ξεχάσει | θα έχουν ξεχάσει | να έχουν ξεχάσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεχνιέμαι | ξεχνιόμουν(α) | θα ξεχνιέμαι | να ξεχνιέμαι | ||
β' ενικ. | ξεχνιέσαι | ξεχνιόσουν(α) | θα ξεχνιέσαι | να ξεχνιέσαι | ||
γ' ενικ. | ξεχνιέται | ξεχνιόταν(ε) | θα ξεχνιέται | να ξεχνιέται | ||
α' πληθ. | ξεχνιόμαστε | ξεχνιόμαστε ξεχνιόμασταν |
θα ξεχνιόμαστε | να ξεχνιόμαστε | ||
β' πληθ. | ξεχνιέστε | ξεχνιόσαστε ξεχνιόσασταν |
θα ξεχνιέστε | να ξεχνιέστε | ξεχνιέστε | |
γ' πληθ. | ξεχνιούνται | ξεχνιόνταν(ε) ξεχνιούνταν ξεχνιόντουσαν |
θα ξεχνιούνται | να ξεχνιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεχάστηκα | θα ξεχαστώ | να ξεχαστώ | ξεχαστεί | ||
β' ενικ. | ξεχάστηκες | θα ξεχαστείς | να ξεχαστείς | ξεχνάσου | ||
γ' ενικ. | ξεχάστηκε | θα ξεχαστεί | να ξεχαστεί | |||
α' πληθ. | ξεχαστήκαμε | θα ξεχαστούμε | να ξεχαστούμε | |||
β' πληθ. | ξεχαστήκατε | θα ξεχαστείτε | να ξεχαστείτε | ξεχαστείτε | ||
γ' πληθ. | ξεχάστηκαν ξεχαστήκαν(ε) |
θα ξεχαστούν(ε) | να ξεχαστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ξεχαστεί | είχα ξεχαστεί | θα έχω ξεχαστεί | να έχω ξεχαστεί | ξεχασμένος | |
β' ενικ. | έχεις ξεχαστεί | είχες ξεχαστεί | θα έχεις ξεχαστεί | να έχεις ξεχαστεί | ||
γ' ενικ. | έχει ξεχαστεί | είχε ξεχαστεί | θα έχει ξεχαστεί | να έχει ξεχαστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεχαστεί | είχαμε ξεχαστεί | θα έχουμε ξεχαστεί | να έχουμε ξεχαστεί | ||
β' πληθ. | έχετε ξεχαστεί | είχατε ξεχαστεί | θα έχετε ξεχαστεί | να έχετε ξεχαστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεχαστεί | είχαν ξεχαστεί | θα έχουν ξεχαστεί | να έχουν ξεχαστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξεχνάω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ξεχνώ, ξεχνάω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ ξεχνώ - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.