Ετυμολογία

επεξεργασία
θυμάμαι < θυμούμαι < μεσαιωνική ελληνική < αρχαία ελληνική ἐνθυμέομαι, -οῦμαι

θυμάμαι και θυμούμαι, πρτ.: θυμόμουν, στ.μέλλ.: θα θυμηθώ, αόρ.: θυμήθηκα

  1. ανακαλώ στη μνήμη μου
    θυμάμαι τα νιάτα μου και με πιάνει νοσταλγία
    • ανακαλώ στη μνήμη μου και αναφέρω
      πού το θυμήθηκες αυτό το παλιό ανέκδοτο;
  2. έχω κάτι στη μνήμη μου, δεν το έχω ξεχάσει
    πάντα θυμάμαι τις υποχρεώσεις μου
  3. δεν ξεχνώ να κάνω κάτι απαραίτητο
    θυμήσου να πάρεις και εφημερίδα σήμερα
  4. (με αιτιατική προσώπου) δεν ξεχνώ να κάνω δώρο κάποιον που γιορτάζει ή να του ευχηθώ ή να του αφήσω κάτι στη διαθήκη μου
    σ' ευχαριστώ πολύ που με θυμήθηκες

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία