ενθύμιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ενθύμιο | τα | ενθύμια |
γενική | του | ενθυμίου & ενθύμιου |
των | ενθυμίων |
αιτιατική | το | ενθύμιο | τα | ενθύμια |
κλητική | ενθύμιο | ενθύμια | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ενθύμιο < μεσαιωνική ελληνική ἐνθύμιον < αρχαία ελληνική ἐνθύμιος
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /enˈθi.mi.o/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενθύμιο ουδέτερο
- αντικείμενο που το κρατάς για να σου θυμίζει ένα πρόσωπο που αγαπάς ή ένα μέρος που έχεις επισκεφτεί