Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

σουβενίρ < (λόγιο δάνειο) γαλλική souvenir[1]

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

σουβενίρ ουδέτερο άκλιτο

  • το αναμνηστικό, μικροπράγματα που πωλούνται για να θυμίζουν ταξίδι

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία