σουβενίρ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- σουβενίρ < (λόγιο δάνειο) γαλλική souvenir[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σουβενίρ ουδέτερο άκλιτο
- το αναμνηστικό, μικροπράγματα που πωλούνται για να θυμίζουν ταξίδι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
- ↑ σουβενίρ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας