ενικός         πληθυντικός  
memento mementos

  Ετυμολογία

επεξεργασία
memento < λατινική memento < memini

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /mɪˈmɛntəʊ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

memento (en)

  • το ενθύμιο, η ανάμνηση, το αναμνηστικό
    ⮡  Take this bracelet as a memento.
    Πάρε αυτό το βραχιόλι για ενθύμιο.
    ⮡  I kept the school graduation program as a memento of my graduation.
    Κράτησα το πρόγραμμα της σχολικής γιορτής σαν ανάμνηση της αποφοίτησής μου.

Συνώνυμα

επεξεργασία