memento
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
memento | mementos |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαmemento (en)
- το ενθύμιο, η ανάμνηση, το αναμνηστικό
- ⮡ Take this bracelet as a memento.
- Πάρε αυτό το βραχιόλι για ενθύμιο.
- ⮡ I kept the school graduation program as a memento of my graduation.
- Κράτησα το πρόγραμμα της σχολικής γιορτής σαν ανάμνηση της αποφοίτησής μου.
- ⮡ Take this bracelet as a memento.