ενθύμηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ενθύμηση | οι | ενθυμήσεις |
γενική | της | ενθύμησης* | των | ενθυμήσεων |
αιτιατική | την | ενθύμηση | τις | ενθυμήσεις |
κλητική | ενθύμηση | ενθυμήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ενθυμήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ενθύμηση < αρχαία ελληνική ἐνθύμησις
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /enˈθi.mi.si/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενθύμηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ενθυμούμαι / θυμάμαι
- η ανάμνηση
- ※ Και με τα λόγια τα φλύαρα αυτά, κύλησε έπειτα, στην ενθύμηση τη μακρινή της Ελένης, όταν την είχε γνωρίσει. (Δημοσθένης Βουτυράς, Παπάς ειδωλολάτρης (1920) [διήγημα])
- (φιλολογία, παλαιογραφία) η σημείωση στην ώα ή άλλο σημείο της σελίδας ενός χειρογράφου, προκειμένου να μνημονευτεί κάποιο αξιομνημόνευτο γεγονός
Συγγενικά
επεξεργασία- ενθυμητικός
- → δείτε τις λέξεις ενθυμούμαι, θυμάμαι και θυμός