Ετυμολογία

επεξεργασία

ἐνθύμησις < ἐνθυμοῦμαι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἐνθύμησις θηλυκό

  • στοχασμός, σκέψη, θεώρηση, κρίση, εκτίμηση