Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αξιομνημόνευτος η αξιομνημόνευτη το αξιομνημόνευτο
      γενική του αξιομνημόνευτου της αξιομνημόνευτης του αξιομνημόνευτου
    αιτιατική τον αξιομνημόνευτο την αξιομνημόνευτη το αξιομνημόνευτο
     κλητική αξιομνημόνευτε αξιομνημόνευτη αξιομνημόνευτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αξιομνημόνευτοι οι αξιομνημόνευτες τα αξιομνημόνευτα
      γενική των αξιομνημόνευτων των αξιομνημόνευτων των αξιομνημόνευτων
    αιτιατική τους αξιομνημόνευτους τις αξιομνημόνευτες τα αξιομνημόνευτα
     κλητική αξιομνημόνευτοι αξιομνημόνευτες αξιομνημόνευτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αξιομνημόνευτος < αρχαία ελληνική ἀξιομνημόνευτος

  Επίθετο επεξεργασία

αξιομνημόνευτος, -η, -ο

Σημειώσεις επεξεργασία

  • το θηλυκό σχηματίζεται και ως αξιομνημόνευτος

  Μεταφράσεις επεξεργασία