Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μνημονεύω < αρχ. μνημονεύω < μνήμων

  Ρήμα επεξεργασία

  1. κάνω λόγο, αναφέρω
  2. αναφέρω το όνομα κάποιου σε θρησκευτική δέηση
  3. αναφέρω τιμητικά το όνομα κάποιου

  Μεταφράσεις επεξεργασία