Ετυμολογία

επεξεργασία
μνημονεύω < αρχ. μνημονεύω < μνήμων
  1. κάνω λόγο, αναφέρω
  2. αναφέρω το όνομα κάποιου σε θρησκευτική δέηση
  3. αναφέρω τιμητικά το όνομα κάποιου

  Μεταφράσεις

επεξεργασία