important
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
Επίθετο Επεξεργασία
important (en)
επιλογή κατάλληλων προθέσεων Επεξεργασία
- important to someone/something: κάτι που εκτιμώ
- important for someone/something: κάτι που σχετίζεται με άμεση ανάγκη, σωματική, υγεία, επιβίωση, βιωσιμότητα, λειτουργικότητα, απόδοση κτλ.
Γαλλικά (fr) Επεξεργασία
Προφορά Επεξεργασία
Επίθετο Επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
important | importants |
important (fr)