Αγγλικά (en) Επεξεργασία

  Επίθετο Επεξεργασία

important (en)

  1. σημαντικός, σπουδαίος

επιλογή κατάλληλων προθέσεων Επεξεργασία

  • important to someone/something: κάτι που εκτιμώ
  • important for someone/something: κάτι που σχετίζεται με άμεση ανάγκη, σωματική, υγεία, επιβίωση, βιωσιμότητα, λειτουργικότητα, απόδοση κτλ.



Γαλλικά (fr) Επεξεργασία

  Προφορά Επεξεργασία

 

  Επίθετο Επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
important importants

important (fr)