παραθετικά
θετικός consequential
συγκριτικός more consequential
υπερθετικός most consequential

  Επίθετο

επεξεργασία

consequential (en) (επίσημο)

  1. επακόλουθος, που επακολουθεί ύστερα από κάτι άλλο ως συνέπειά του
    ⮡  the drought and the consequential water shortage - η ανομβρία και η επακόλουθη λειψυδρία
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη resultant
  2. σημαντικός· που θα έχει σημαντικά αποτελέσματα
    ⮡  consequential decisions - σημαντικές αποφάσεις
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη important
     αντώνυμα: inconsequential