key
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
key (en)
Ουσιαστικό επεξεργασία
key (en)
- κλειδί
- πλήκτρο
- τόνος
- (πληροφορική) κλειδί, όρος που χρησιμοποιείται στις δομές δεδομένων και στην κρυπτογράφηση
- (βάσεις δεδομένων) κλειδί
- Συνώνυμο: candidate key
- Δείτε επίσης στις βάσεις δεδομένων τους όρους : compound key ή composite key, foreign key, primary key, superkey