key
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | key |
συγκριτικός | more key |
υπερθετικός | most key |
key (en)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
key | keys |
key (en)
- το κλειδί
- το πλήκτρο
- ο τόνος
- (πληροφορική) το κλειδί, όρος που χρησιμοποιείται στις δομές δεδομένων και στην κρυπτογράφηση
- (βάσεις δεδομένων) το κλειδί
Σύνθετα
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία
στις βάσεις δεδομένων: |
Δείτε επίσης
επεξεργασία- key στην αγγλική Βικιπαίδεια
- Ο όρος key ως πρώτο συνθετικό πολλών σύνθετων όρων της Αγγλικής και η απόδοσή του στα ελληνικά, ΕΛΕΤΟ, σελ. 98