shortcut key
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασία
shortcut key (en)
- (πληροφορική) βλ. συνώνυμο keyboard shortcut (συντόμευση πληκτρολογίου)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία-
shortcut key στην αγγλική Βικιπαίδεια