shortcut
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
shortcut (en)
- η συντόμευση, ο σύντομος δρόμος
- (πληροφορική) συντόμευση, σύνδεσμος συντόμευσης
- (πληροφορική) συντομογραφία του: συντόμευση πληκτρολογίου (keyboard shortcut)[1]
Υπώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- shortcut στην αγγλική Βικιπαίδεια