Ετυμολογία

επεξεργασία
hotkey < hot + key

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈhɒtkiː/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

hotkey (en)

  • (πληροφορική) πλήκτρο συντόμευσης, βλ. συνώνυμο keyboard shortcut[1]
    ※  Hotkeys allow users to perform operations with a single key press or sequence of key presses, as an alternative to using the mouse to click on graphical objects such as icons and menus.[2]
    «Τα πλήκτρα συντόμευσης επιτρέπουν στους χρήστες να εκτελούν λειτουργίες με το πάτημα ενός πλήκτρου ή ακολουθία (πατημάτων) πλήκτρων, ως εναλλακτική λύση στη χρήση του ποντικιού για κλικ σε αντικείμενα γραφικών όπως εικονίδια και μενού.»

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Υπερώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. (αγγλικά) Keyboard shortcut. Προσπέλαση 2020-04-07
  2. (αγγλικά) Tovi Grossman, Pierre Dragicevic, Ravin Balakrishnan (April 28-May 3, 2007), Strategies for Accelerating On-line Learning of Hotkeys, σελ. 1, Department of Computer Science, University of Toronto . Προσπέλαση 2020-05-10