primary key
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
Πολυλεκτικός όρος Επεξεργασία
primary key (en)
- (βάσεις δεδομένων), (relational database), (SQL) το πρωτεύον κλειδί[1]
- συντομογραφία : PK
Επεξεργασία
Υπερώνυμα Επεξεργασία
Δείτε επίσης Επεξεργασία
- primary key στην αγγλική Βικιπαίδεια
Επεξεργασία
- ↑ Μ.Χατζόπουλος, 2009, Το Σχεσιακό Μοντέλο - Σχεσιακή Άλγεβρα, Σχεσιακός Λογισμός, σελ. 15. Προσπέλαση 2020-02-06