compound key
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
Πολυλεκτικός όρος Επεξεργασία
compound key (en)
- (βάσεις δεδομένων), (relational database), (SQL) το σύνθετο κλειδί
Συνώνυμα Επεξεργασία
Αντώνυμα Επεξεργασία
Επεξεργασία
Υπερώνυμα Επεξεργασία
Δείτε επίσης Επεξεργασία
- compound key στην αγγλική Βικιπαίδεια