compound
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
compound (en)
Ουσιαστικό επεξεργασία
compound (en)
- χημική ένωση
- στρατόπεδο
- κτιριακό σύμπλεγμα-συγκρότημα
- (γλωσσολογία) το σύνθετο, η σύνθετη λέξη ή ένας πολυλεκτικός όρος
- → δείτε τους όρους closed compound, hyphenated compound και open compound