Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

compound (en)

  1. συνθέτω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

compound (en)

  1. χημική ένωση
  2. στρατόπεδο
  3. κτιριακό σύμπλεγμα-συγκρότημα
  4. (γλωσσολογία) το σύνθετο, η σύνθετη λέξη

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία