πολυλεκτικός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
πολυλεκτικός -ή -ό
- που αποτελείται από πολλές λέξεις
- πολυλεκτικός όρος
- που σχετίζεται με ή αφορά την πολυλεξία
- που σχετίζεται με ή αφορά την πολυλογία-φλυαρία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πολυλεκτικός αρσενικό
- (νεολογισμός) αυτός που πάσχει από πολυλεξία, λεξιλογικά ακρατής
- πολυλογάς, φλύαρος
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
πολυλεκτικός