↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φλύαρος η φλύαρη το φλύαρο
      γενική του φλύαρου της φλύαρης του φλύαρου
    αιτιατική τον φλύαρο τη φλύαρη το φλύαρο
     κλητική φλύαρε φλύαρη φλύαρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φλύαροι οι φλύαρες τα φλύαρα
      γενική των φλύαρων των φλύαρων των φλύαρων
    αιτιατική τους φλύαρους τις φλύαρες τα φλύαρα
     κλητική φλύαροι φλύαρες φλύαρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φλύαρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φλύαρος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈfli.a.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φλύ‐α‐ρος

  Επίθετο

επεξεργασία

φλύαρος, -η, -ο

  • αυτός που αρέσκεται να μιλά διαρκώς, λέγοντας πολλά και ανούσια λόγια, που χρησιμοποιεί περιττά λόγια, που δεν μπορεί ή δε θέλει (εκείνη τη στιγμή ή γενικά) να διατυπώσει μια συνθετική ιδέα της σκέψης του
    ⮡  Αποφεύγω να ανοίγω συζητήσεις μαζί τους, διότι είναι πολύ φλύαροι. Μιλάνε ασταμάτητα και σε κρατάνε εκεί, μαζί τους, μια ώρα μέχρι να τελειώσουν!
    ⮡  Ο υπουργός ήταν σκόπιμα φλύαρος στη χτεσινή συνέντευξή του στους ανταποκριτές των εφημερίδων. Αερολογούσε σκόπιμα, επειδή δεν ήθελε να μπει στην ουσία των ερωτήσεων που του υπέβαλλαν οι δημοσιογράφοι

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φλύαρος < λείπει η ετυμολογία [1]

  Επίθετο

επεξεργασία
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / φλύαρος τὸ φλύαρον
      γενική τοῦ/τῆς φλυάρου τοῦ φλυάρου
      δοτική τῷ/τῇ φλυάρ τῷ φλυάρ
    αιτιατική τὸν/τὴν φλύαρον τὸ φλύαρον
     κλητική ! φλύαρε φλύαρον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ φλύαροι τὰ φλύαρ
      γενική τῶν φλυάρων τῶν φλυάρων
      δοτική τοῖς/ταῖς φλυάροις τοῖς φλυάροις
    αιτιατική τοὺς/τὰς φλυάρους τὰ φλύαρ
     κλητική ! φλύαροι φλύαρ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ φλυάρω τὼ φλυάρω
      γεν-δοτ τοῖν φλυάροιν τοῖν φλυάροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

φλύαρος, -ος, -ον, συγκριτικός: φλυαρότερος

  • ο ανόητος, αυτός που δεν έχει ουσία, ανούσιος
    ⮡  φλύαρος φιλοσοφία
    ⮡  φλύαρος γλῶττα
    ⮡  φλύαρος λόγος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φλύαρος αρσενικό

  • η μωρολογία, η ανοησία
    ⮡  αὗται γάρ τοι μόναι εἰσὶ θεαί, τἄλλα δὲ πάντ᾽ ἐστὶ φλύαρος : στην πραγματικότητα μόνον αυτές είναι θεές και όλα τα άλλα είναι φούμαρα (Αριστοφάνης, Νεφέλες, 365)
    ⮡  πολλῶν φλυάρων : πολλών ανοησιών

Συγγενικά

επεξεργασία
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)
  • φλυάρως : με ανόητο τρόπο (επίρρημα)
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.