μωρολογία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μωρολογία < αρχαία ελληνική μωρολογία < μωρολόγος < μωρός + λέγω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /mo.ɾo.loˈʝi.a/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμωρολογία θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- μωρολόγημα
- μωρολογημένος
- μωρολόγος
- μωρολογώ
- → δείτε τις λέξεις μωρός και λέγω