Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μωρολογημένος η μωρολογημένη το μωρολογημένο
      γενική του μωρολογημένου της μωρολογημένης του μωρολογημένου
    αιτιατική τον μωρολογημένο τη μωρολογημένη το μωρολογημένο
     κλητική μωρολογημένε μωρολογημένη μωρολογημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μωρολογημένοι οι μωρολογημένες τα μωρολογημένα
      γενική των μωρολογημένων των μωρολογημένων των μωρολογημένων
    αιτιατική τους μωρολογημένους τις μωρολογημένες τα μωρολογημένα
     κλητική μωρολογημένοι μωρολογημένες μωρολογημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

μωρολογημένος, -η, -ο




  Μεταφράσεις επεξεργασία