• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

ανοησία

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Συνώνυμα
      • 1.3.2 Αντώνυμα
      • 1.3.3 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανοησία οι ανοησίες
      γενική της ανοησίας των ανοησιών
    αιτιατική την ανοησία τις ανοησίες
     κλητική ανοησία ανοησίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ανοησία < (ελληνιστική κοινή) ἀνοησία

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.no.iˈsi.a/

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ανοησία θηλυκό

  1. η έλλειψη νου, εξυπνάδας, ορθής σκέψης, η βλακεία
  2. ανόητος λόγος ή ενέργεια

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • αγνωσιά
  • αλαφρομυαλιά
  • αμυαλιά
  • αμυαλοσύνη
  • ανεμυαλιά
  • απερισκεψία
  • αφροσύνη
  • βλακεία
  • επιπολαιότητα
  • κουταμάρα
  • μωρία

Αντώνυμα

επεξεργασία
  • εξυπνάδα
  • ορθοφροσύνη
  • περίσκεψη
  • σύνεση
  • φρόνηση

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    ανοησία
  • αγγλικά : foolishness (en)
  • γαλλικά : bêtise (fr), sottise (fr)
  • εβραϊκά : אוילות (he) כסילות (he)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ανοησία&oldid=7123733"
Τελευταία επεξεργασία στις 14 Μαΐου 2025, στις 17:40

Γλώσσες

    • English
    • Français
    • Malagasy
    • Polski
    • Oʻzbekcha / ўзбекча
    • 中文
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 14 Μαΐου 2025, στις 17:40.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας