κουταμάρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κουταμάρα | οι | κουταμάρες |
γενική | της | κουταμάρας | — | |
αιτιατική | την | κουταμάρα | τις | κουταμάρες |
κλητική | κουταμάρα | κουταμάρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ku.taˈma.ɾa/
Ουσιαστικό
επεξεργασίακουταμάρα θηλυκό
- η ιδιότητα του κουτού, η χαζομάρα, η μωρία, η βλακεία, η ηλιθιότητα
- Οι πράξεις του δηλώνουν κουταμάρα.
- ο λόγος ή η πράξη χωρίς νόημα, χωρίς λογική ή χωρίς να προηγηθεί ιδιαίτερη σκέψη
- Μη λες κουταμάρες!
- Τι κουταμάρα ήταν αυτή που πήγες κι έκανες;