κουτός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κουτός | η | κουτή | το | κουτό |
γενική | του | κουτού | της | κουτής | του | κουτού |
αιτιατική | τον | κουτό | την | κουτή | το | κουτό |
κλητική | κουτέ | κουτή | κουτό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κουτοί | οι | κουτές | τα | κουτά |
γενική | των | κουτών | των | κουτών | των | κουτών |
αιτιατική | τους | κουτούς | τις | κουτές | τα | κουτά |
κλητική | κουτοί | κουτές | κουτά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κουτός < κουτόμυαλος < κοττόμυαλος (που έχει μυαλό κότας) < αρχαία ελληνική κόττος
Επίθετο
επεξεργασίακουτός, -ή, -ό
- (για άνθρωπο) που έχει χαμηλή νοημοσύνη, που δεν είναι έξυπνος
- (σε οικείο τόνο) που δεν καταλαβαίνει κάτι συγκεκριμένο για το οποίο γίνεται λόγος
- βρε κουτέ, δεν καταλαβαίνεις ότι αυτά στα κάνει για να την προσέξεις;
- (για ενέργειες ή λόγια) που δείχνει κουταμάρα
- αυτό που έκανες ήταν πολύ κουτό