Ετυμολογία

επεξεργασία
stupide < λατινική stupidus

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sty.pid/
 

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
stupide stupides

stupide (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. βλάκας, παλαβός, ανούσιος, σαχλός
  2. βλακώδης

Συγγενικά

επεξεργασία