σαχλός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σαχλός | η | σαχλή | το | σαχλό |
γενική | του | σαχλού | της | σαχλής | του | σαχλού |
αιτιατική | τον | σαχλό | τη | σαχλή | το | σαχλό |
κλητική | σαχλέ | σαχλή | σαχλό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σαχλοί | οι | σαχλές | τα | σαχλά |
γενική | των | σαχλών | των | σαχλών | των | σαχλών |
αιτιατική | τους | σαχλούς | τις | σαχλές | τα | σαχλά |
κλητική | σαχλοί | σαχλές | σαχλά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σαχλός < μεσαιωνική ελληνική σαχλός
Επίθετο
επεξεργασίασαχλός, -ή, -ό
- ανόητος, στερούμενος σοβαρότητας, ασόβαρος
- δεν τον μπορώ καθόλου, είναι τόσο σαχλός!
- όλο σαχλά αστεία κάνει!
- (στοργικά) που παιδιαρίζει ή κάνει ανόητους αστεϊσμούς