Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σαχλός η σαχλή το σαχλό
      γενική του σαχλού της σαχλής του σαχλού
    αιτιατική τον σαχλό τη σαχλή το σαχλό
     κλητική σαχλέ σαχλή σαχλό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σαχλοί οι σαχλές τα σαχλά
      γενική των σαχλών των σαχλών των σαχλών
    αιτιατική τους σαχλούς τις σαχλές τα σαχλά
     κλητική σαχλοί σαχλές σαχλά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σαχλός < μεσαιωνική ελληνική σαχλός

  Επίθετο επεξεργασία

σαχλός, -ή, -ό

  1. ανόητος, στερούμενος σοβαρότητας, ασόβαρος
    • δεν τον μπορώ καθόλου, είναι τόσο σαχλός!
    • όλο σαχλά αστεία κάνει!
  2. (στοργικά) που παιδιαρίζει ή κάνει ανόητους αστεϊσμούς

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία