πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σαχλαμάρα οι σαχλαμάρες
      γενική της σαχλαμάρας των σαχλαμαρών
    αιτιατική τη σαχλαμάρα τις σαχλαμάρες
     κλητική σαχλαμάρα σαχλαμάρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1

επεξεργασία
σαχλαμάρα < σαχλ(ός) + -αμάρα

Ουσιαστικό

επεξεργασία

σαχλαμάρα θηλυκό

  • λόγος ή πράξη που λογίζεται ως σαχλή, ανόητη ή στερουμένη σοβαρότητος

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ετυμολογία 2

επεξεργασία
σαχλαμάρα: κλιτός τύπος

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία