σαχλαμάρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /sa.xlaˈma.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σα‐χλα‐μά‐ρα
Ετυμολογία 1
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασαχλαμάρα θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΕτυμολογία 2
επεξεργασία- σαχλαμάρα: κλιτός τύπος
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίασαχλαμάρα
- γενική, αιτιατική και κλητική ενικού του σαχλαμάρας