σαχλαμάρας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /sa.xlaˈma.ɾas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σα‐χλα‐μά‐ρας
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- σαχλαμάρας < σαχλαμάρ(α) + -ας[1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
σαχλαμάρας αρσενικό
- αυτός που λέει ή κάνει σαχλαμάρες
Μεταφράσεις επεξεργασία
σαχλαμάρας
|
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- σαχλαμάρας: κλιτός τύπος
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
σαχλαμάρας
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σαχλαμάρας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας