Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασόβαρος η ασόβαρη το ασόβαρο
      γενική του ασόβαρου της ασόβαρης του ασόβαρου
    αιτιατική τον ασόβαρο την ασόβαρη το ασόβαρο
     κλητική ασόβαρε ασόβαρη ασόβαρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασόβαροι οι ασόβαρες τα ασόβαρα
      γενική των ασόβαρων των ασόβαρων των ασόβαρων
    αιτιατική τους ασόβαρους τις ασόβαρες τα ασόβαρα
     κλητική ασόβαροι ασόβαρες ασόβαρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ασόβαρος < α- + σοβαρός

  Επίθετο επεξεργασία

ασόβαρος

  • που δεν είναι σοβαρός
    Ασόβαρη πολιτική η υπόθεση Εθνικής - Εurobank. (...) Είναι θλιβερό ότι μια μεγάλη προσπάθεια για τη συνένωση ανακοινώθηκε, χτύπησαν οι καμπάνες και μετά μας είπαν ότι δεν προχωρεί. Αυτό συνιστά ασόβαρες πολιτικές. Δεν ξέρω πού να αναζητήσω τον φταίχτη, αλλά δεν πρέπει να γίνονται σε μια περίοδο που η κοινωνία είναι πολύ εύθικτη και έτοιμη να παρεξηγήσει τα πάντα. (Εφημερίδα Τα Νέα, 9/4/2013)

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία