Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία en επεξεργασία

ύστερος 16ος αιώνας: facetious (συνήθης σημασία: ‘πνευματώδης, διασκεδαστικός’) < γαλλικά facétieux < facétie < λατινικά facetia ‘αστεϊσμός’ < facetus ‘πνευματώδης’

  Προφορά επεξεργασία

/fəˈsiːʃəs/

  Επίθετο επεξεργασία

facetious (en)