Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αστειευόμενος η αστειευόμενη το αστειευόμενο
      γενική του αστειευόμενου της αστειευόμενης του αστειευόμενου
    αιτιατική τον αστειευόμενο την αστειευόμενη το αστειευόμενο
     κλητική αστειευόμενε αστειευόμενη αστειευόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αστειευόμενοι οι αστειευόμενες τα αστειευόμενα
      γενική των αστειευόμενων των αστειευόμενων των αστειευόμενων
    αιτιατική τους αστειευόμενους τις αστειευόμενες τα αστειευόμενα
     κλητική αστειευόμενοι αστειευόμενες αστειευόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αστειευόμενος < αστειεύομαι

  Μετοχή επεξεργασία

αστειευόμενος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία