Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αστειευόμενος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αστειευόμεν
ος
η
αστειευόμεν
η
το
αστειευόμεν
ο
γενική
του
αστειευόμεν
ου
της
αστειευόμεν
ης
του
αστειευόμεν
ου
αιτιατική
τον
αστειευόμεν
ο
την
αστειευόμεν
η
το
αστειευόμεν
ο
κλητική
αστειευόμεν
ε
αστειευόμεν
η
αστειευόμεν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αστειευόμεν
οι
οι
αστειευόμεν
ες
τα
αστειευόμεν
α
γενική
των
αστειευόμεν
ων
των
αστειευόμεν
ων
των
αστειευόμεν
ων
αιτιατική
τους
αστειευόμεν
ους
τις
αστειευόμεν
ες
τα
αστειευόμεν
α
κλητική
αστειευόμεν
οι
αστειευόμεν
ες
αστειευόμεν
α
ομάδα 'εισαγόμενος'
,
Κατηγορία
όπως «
εισαγόμενος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αστειευόμενος
<
αστειεύομαι
Μετοχή
επεξεργασία
αστειευόμενος, -η, -ο
αυτός που
αστειεύεται
, που
χαριεντίζεται
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αστειευόμενος
αγγλικά
:
facetious
(en)