αστειευόμενων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίααστειευόμενων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του αστειευόμενος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του αστειευόμενος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αστειευόμενος