χαριεντίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- χαριεντίζομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χαριεντίζομαι (κάνω αστεία)[1]
Ρήμα
επεξεργασία
χαριεντίζομαι
- (λόγιο, αμετάβατο), αόρ.: χαριεντίστηκα/χαριεντίσθηκα, μτχ.π.π.: χαριεντιζόμενος
- συζητώ με κάποιον χαρούμενα, ανάλαφρα, παιχνιδιάρικα και κάνοντας αστειάκια
- ※ Όταν μπήκαν στο μπουντουάρ της οι τρεις άντρες, η Μαρίκα αγνόησε τη χαριτωμένη κοζερί και τα κομπλιμέντα των δύο συνοδών του, και κάρφωσε το βλέμμα της σ' εκείνον που δε μιλούσε πολύ , δε χαριεντιζόταν, μόνο την κοιτούσε σιωπηλός (Λένα Διβάνη, Ζευγάρια που έγραψαν την ιστορία της Ελλάδας, εκδ. Πατάκη, 2020)
- κάνω συζήτηση όπως στο 1. αλλά επιπλέον με ερωτική διάθεση, υπαινικτικά σχόλια και σκοπό να προκαλέσω το ερωτικό ενδιαφέρον του συνομιλητή μου
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χαριεντίζομαι | χαριεντιζόμουν(α) | θα χαριεντίζομαι | να χαριεντίζομαι | χαριεντιζόμενος | |
β' ενικ. | χαριεντίζεσαι | χαριεντιζόσουν(α) | θα χαριεντίζεσαι | να χαριεντίζεσαι | (χαριεντίζου) | |
γ' ενικ. | χαριεντίζεται | χαριεντιζόταν(ε) | θα χαριεντίζεται | να χαριεντίζεται | ||
α' πληθ. | χαριεντιζόμαστε | χαριεντιζόμαστε χαριεντιζόμασταν |
θα χαριεντιζόμαστε | να χαριεντιζόμαστε | ||
β' πληθ. | χαριεντίζεστε | χαριεντιζόσαστε χαριεντιζόσασταν |
θα χαριεντίζεστε | να χαριεντίζεστε | (χαριεντίζεστε) | |
γ' πληθ. | χαριεντίζονται | χαριεντίζονταν χαριεντιζόντουσαν |
θα χαριεντίζονται | να χαριεντίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χαριεντίστηκα | θα χαριεντιστώ | να χαριεντιστώ | χαριεντιστεί | ||
β' ενικ. | χαριεντίστηκες | θα χαριεντιστείς | να χαριεντιστείς | χαριεντίσου | ||
γ' ενικ. | χαριεντίστηκε | θα χαριεντιστεί | να χαριεντιστεί | |||
α' πληθ. | χαριεντιστήκαμε | θα χαριεντιστούμε | να χαριεντιστούμε | |||
β' πληθ. | χαριεντιστήκατε | θα χαριεντιστείτε | να χαριεντιστείτε | χαριεντιστείτε | ||
γ' πληθ. | χαριεντίστηκαν χαριεντιστήκαν(ε) |
θα χαριεντιστούν(ε) | να χαριεντιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω χαριεντιστεί | είχα χαριεντιστεί | θα έχω χαριεντιστεί | να έχω χαριεντιστεί | χαριεντιζόμενος | |
β' ενικ. | έχεις χαριεντιστεί | είχες χαριεντιστεί | θα έχεις χαριεντιστεί | να έχεις χαριεντιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει χαριεντιστεί | είχε χαριεντιστεί | θα έχει χαριεντιστεί | να έχει χαριεντιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε χαριεντιστεί | είχαμε χαριεντιστεί | θα έχουμε χαριεντιστεί | να έχουμε χαριεντιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε χαριεντιστεί | είχατε χαριεντιστεί | θα έχετε χαριεντιστεί | να έχετε χαριεντιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν χαριεντιστεί | είχαν χαριεντιστεί | θα έχουν χαριεντιστεί | να έχουν χαριεντιστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- χαριεντίζομαι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- χαριεντίζομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ χαριεντίζομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
χαριεντίζομαι
- κάνω αστεία με χάρη