χαριεντίζομαι
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- χαριεντίζομαι < αρχαία ελληνική χαριεντίζομαι
ΡήμαΕπεξεργασία
χαριεντίζομαι
- κάνω αστειάκια με παιχνιδιάρικη διάθεση, συνήθως με σκοπό να προκαλέσω το ερωτικό ενδιαφέρον του συνομιλητή μου
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
χαριεντίζομαι < χαρίεις < χάρις
ΡήμαΕπεξεργασία
χαριεντίζομαι
- κάνω αστεία με χάρη