Ετυμολογία

επεξεργασία

χαριεντίζομαι

  1. συζητώ με κάποιον χαρούμενα, ανάλαφρα, παιχνιδιάρικα και κάνοντας αστειάκια
      Όταν μπήκαν στο μπουντουάρ της οι τρεις άντρες, η Μαρίκα αγνόησε τη χαριτωμένη κοζερί και τα κομπλιμέντα των δύο συνοδών του, και κάρφωσε το βλέμμα της σ' εκείνον που δε μιλούσε πολύ , δε χαριεντιζόταν, μόνο την κοιτούσε σιωπηλός (Λένα Διβάνη, Ζευγάρια που έγραψαν την ιστορία της Ελλάδας, εκδ. Πατάκη, 2020)
  2. κάνω συζήτηση όπως στο 1. αλλά επιπλέον με ερωτική διάθεση, υπαινικτικά σχόλια και σκοπό να προκαλέσω το ερωτικό ενδιαφέρον του συνομιλητή μου
     συνώνυμα: ερωτοτροπώ, φλερτάρω

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία

χαριεντίζομαι < χαρίεις < χάρις

χαριεντίζομαι

  1. κάνω αστεία με χάρη