χαριεντίζομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- χαριεντίζομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χαριεντίζομαι (κάνω αστεία)[1]
Ρήμα επεξεργασία
χαριεντίζομαι
- (λόγιο, αμετάβατο), αόρ.: χαριεντίστηκα/χαριεντίσθηκα, μτχ.π.π.: χαριεντιζόμενος
- συζητώ με κάποιον χαρούμενα, ανάλαφρα, παιχνιδιάρικα και κάνοντας αστειάκια
- κάνω συζήτηση όπως στο 1. αλλά επιπλέον με ερωτική διάθεση, υπαινικτικά σχόλια και σκοπό να προκαλέσω το ερωτικό ενδιαφέρον του συνομιλητή μου
Δείτε επίσης επεξεργασία
Κλίση επεξεργασία
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χαριεντίζομαι | χαριεντιζόμουν(α) | θα χαριεντίζομαι | να χαριεντίζομαι | χαριεντιζόμενος | |
β' ενικ. | χαριεντίζεσαι | χαριεντιζόσουν(α) | θα χαριεντίζεσαι | να χαριεντίζεσαι | (χαριεντίζου) | |
γ' ενικ. | χαριεντίζεται | χαριεντιζόταν(ε) | θα χαριεντίζεται | να χαριεντίζεται | ||
α' πληθ. | χαριεντιζόμαστε | χαριεντιζόμαστε χαριεντιζόμασταν |
θα χαριεντιζόμαστε | να χαριεντιζόμαστε | ||
β' πληθ. | χαριεντίζεστε | χαριεντιζόσαστε χαριεντιζόσασταν |
θα χαριεντίζεστε | να χαριεντίζεστε | (χαριεντίζεστε) | |
γ' πληθ. | χαριεντίζονται | χαριεντίζονταν χαριεντιζόντουσαν |
θα χαριεντίζονται | να χαριεντίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χαριεντίστηκα | θα χαριεντιστώ | να χαριεντιστώ | χαριεντιστεί | ||
β' ενικ. | χαριεντίστηκες | θα χαριεντιστείς | να χαριεντιστείς | χαριεντίσου | ||
γ' ενικ. | χαριεντίστηκε | θα χαριεντιστεί | να χαριεντιστεί | |||
α' πληθ. | χαριεντιστήκαμε | θα χαριεντιστούμε | να χαριεντιστούμε | |||
β' πληθ. | χαριεντιστήκατε | θα χαριεντιστείτε | να χαριεντιστείτε | χαριεντιστείτε | ||
γ' πληθ. | χαριεντίστηκαν χαριεντιστήκαν(ε) |
θα χαριεντιστούν(ε) | να χαριεντιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω χαριεντιστεί | είχα χαριεντιστεί | θα έχω χαριεντιστεί | να έχω χαριεντιστεί | χαριεντιζόμενος | |
β' ενικ. | έχεις χαριεντιστεί | είχες χαριεντιστεί | θα έχεις χαριεντιστεί | να έχεις χαριεντιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει χαριεντιστεί | είχε χαριεντιστεί | θα έχει χαριεντιστεί | να έχει χαριεντιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε χαριεντιστεί | είχαμε χαριεντιστεί | θα έχουμε χαριεντιστεί | να έχουμε χαριεντιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε χαριεντιστεί | είχατε χαριεντιστεί | θα έχετε χαριεντιστεί | να έχετε χαριεντιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν χαριεντιστεί | είχαν χαριεντιστεί | θα έχουν χαριεντιστεί | να έχουν χαριεντιστεί |
Μεταφράσεις επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- χαριεντίζομαι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- χαριεντίζομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ χαριεντίζομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
χαριεντίζομαι < χαρίεις < χάρις
Ρήμα επεξεργασία
χαριεντίζομαι
- κάνω αστεία με χάρη