Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ευτράπελος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Επίθετο
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ευτράπελ
ος
η
ευτράπελ
η
το
ευτράπελ
ο
γενική
του
ευτράπελ
ου
της
ευτράπελ
ης
του
ευτράπελ
ου
αιτιατική
τον
ευτράπελ
ο
την
ευτράπελ
η
το
ευτράπελ
ο
κλητική
ευτράπελ
ε
ευτράπελ
η
ευτράπελ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ευτράπελ
οι
οι
ευτράπελ
ες
τα
ευτράπελ
α
γενική
των
ευτράπελ
ων
των
ευτράπελ
ων
των
ευτράπελ
ων
αιτιατική
τους
ευτράπελ
ους
τις
ευτράπελ
ες
τα
ευτράπελ
α
κλητική
ευτράπελ
οι
ευτράπελ
ες
ευτράπελ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ευτράπελος
<
αρχαία ελληνική
εὐτράπελος
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
efˈtɾa.pe.los
/
Επίθετο
επεξεργασία
ευτράπελος, -η, -ο
που προκαλεί
γέλιο
και
ευθυμία
,
αστείος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ευτράπελος
αγγλικά
:
facetious
(en)
γαλλικά
:
facétieux
(fr)
,
badin
(fr)