Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευτράπελος η ευτράπελη το ευτράπελο
      γενική του ευτράπελου της ευτράπελης του ευτράπελου
    αιτιατική τον ευτράπελο την ευτράπελη το ευτράπελο
     κλητική ευτράπελε ευτράπελη ευτράπελο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευτράπελοι οι ευτράπελες τα ευτράπελα
      γενική των ευτράπελων των ευτράπελων των ευτράπελων
    αιτιατική τους ευτράπελους τις ευτράπελες τα ευτράπελα
     κλητική ευτράπελοι ευτράπελες ευτράπελα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ευτράπελος < αρχαία ελληνική εὐτράπελος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /efˈtɾa.pe.los/

  Επίθετο επεξεργασία

ευτράπελος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία