↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γέλιο τα γέλια
      γενική του γέλιου των γέλιων
    αιτιατική το γέλιο τα γέλια
     κλητική γέλιο γέλια
Με συνίζηση στην κατάληξη: προφέρεται ως παροξύτονο.
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γέλιο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γέλιο < γελῶ [1][2] < αρχαία ελληνική γελάω / γελῶ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵelh₂- [3]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈʝe.ʎo/ (δισύλλαβο, με συνίζηση)
τυπογραφικός συλλαβισμός: γέ‐λιο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γέλιο ουδέτερο

  • αυθόρμητη ηχηρή έκφραση χαράς ή ευχαρίστησης, αντίδραση σε κάτι αστείο, η οποία παράγεται από γρήγορες κινήσεις του διαφράγματος και των κοιλιακών μυών
    ⮡  Όταν διάβασε την τελευταία παράγραφο του κειμένου, της φάνηκε τόσο παράλογη που ξέσπασε σε γέλια.

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη γελάω / γελώ

Δείτε επίσης

επεξεργασία

ηχομιμητικά:

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. γέλιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. γέλιοΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  3. γελώ - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γέλιο < γελ(ῶ) + -ιο (αναδρομικός σχηματισμός) [1] < αρχαία ελληνική γελάω / γελῶ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵelh₂- [2]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γέλιο ουδέτερο

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. γέλιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. γελώ - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.