γέλιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γέλιο | τα | γέλια |
γενική | του | γέλιου | των | γέλιων |
αιτιατική | το | γέλιο | τα | γέλια |
κλητική | γέλιο | γέλια | ||
Με συνίζηση στην κατάληξη: προφέρεται ως παροξύτονο. | ||||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- γέλιο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γέλιο < γελῶ [1][2] < αρχαία ελληνική γελάω / γελῶ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵelh₂- [3]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈʝe.ʎo/ (δισύλλαβο, με συνίζηση)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γέ‐λιο
Ουσιαστικό επεξεργασία
γέλιο ουδέτερο
- αυθόρμητη ηχηρή έκφραση χαράς ή ευχαρίστησης, αντίδραση σε κάτι αστείο, η οποία παράγεται από γρήγορες κινήσεις του διαφράγματος και των κοιλιακών μυών
- ↪ Όταν διάβασε την τελευταία παράγραφο του κειμένου, της φάνηκε τόσο παράλογη που ξέσπασε σε γέλια.
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
- αέριο του γέλιου
- έκρηξη γέλιου
- νευρικό γέλιο
- ομηρικό γέλιο
- σαρδόνιο γέλιο
- ταινία γέλιου
- υστερικό γέλιο
Εκφράσεις επεξεργασία
- βάζω τα γέλια
- βαστάω την κοιλιά μου απ' τα γέλια / κράταω...
- βγάζει γέλιο
- βγαίνουν ξινά τα γέλια
- για γέλια
- για γέλια και για κλάματα
- δεν είναι για γέλια
- κάνω πολλά γέλια
- κατουριέμαι από τα γέλια
- κλαίω από τα γέλια
- κρατώ τα γέλια
- λύνεται ο αφαλός από τα γέλια
- λύνομαι στα γέλια
- με πιάνουν τα γέλια
- μη γελάσω!
- μου κόπηκε το γέλιο ή μου πάγωσε το γέλιο
- ξελιγώνομαι στα/από τα γέλια
- ξεσπάω στα γέλια
- πατάω τα γέλια ή πατάω κάτι γέλια
- πεθαίνω στα/από τα γέλια
- πέφτω κάτω από τα γέλια
- πέφτει (πολύ) γέλιο
- ρίχνω γέλιο
- ρίχνω κάτι γέλια
- ρίχνω το γέλιο
- σε καλό να βγουν τα γέλια
- σκάω στα γέλια
- το γέλιο της αρκούδας
- χοντρό γέλιο
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη γελάω / γελώ
Σύνθετα επεξεργασία
- κλαψογέλιο
- περιγέλιο, περγέλιο
- χασκογέλιο
- ψευτογέλιο
- και λήγουν σε -γέλιο - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
γέλιο
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ γέλιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ γέλιο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023)
- ↑ γελώ - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές επεξεργασία
- γέλιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- γέλιο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- Κάτος, Γιώργος Β. (2016) Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής μας γλώσσας. Θεσσαλονίκη, 2016 στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας- Αναζήτηση:'γέλιο'.
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γέλιο < γελ(ῶ) + -ιο (αναδρομικός σχηματισμός) [1] < αρχαία ελληνική γελάω / γελῶ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵelh₂- [2]
Ουσιαστικό επεξεργασία
γέλιο ουδέτερο
- μορφή του γέλιον
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ γέλιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ γελώ - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές επεξεργασία
- γέλιον - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].