laugh
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
laugh < παλαιά αγγλικά hlæhhan ή hlihhan
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
ενεστώτας | laugh |
γ΄ ενικό ενεστώτα | laughs |
αόριστος | laughed |
παθητική μετοχή | laughed |
ενεργητική μετοχή | laughing |
laugh (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) γελάω