ενεστώτας laugh at
γ΄ ενικό ενεστώτα laughs at
αόριστος laughed at
παθητική μετοχή laughed at
ενεργητική μετοχή laughing at

  Ετυμολογία

επεξεργασία
laugh at < → δείτε τις λέξεις laugh και at

laugh at (en)

  • περιγελώ, γελάω με κάποιον
    ⮡  They were laughing at my accent.
    Περιγελούσαν την προφορά μου.
    ⮡  You are mistaken if you think you can laugh at me.
    Είσαι γελασμένος αν νομίζεις ότι μπορείς να γελάσεις μαζί μου.
    ⮡  They were laughing at the policeman.
    Γελούσαν με τον αστυνόμο.