laugh at
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | laugh at |
γ΄ ενικό ενεστώτα | laughs at |
αόριστος | laughed at |
παθητική μετοχή | laughed at |
ενεργητική μετοχή | laughing at |
ενεστώτας | laugh at |
γ΄ ενικό ενεστώτα | laughs at |
αόριστος | laughed at |
παθητική μετοχή | laughed at |
ενεργητική μετοχή | laughing at |