χο χο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χο χο < (ηχομιμητική λέξη), απόδοση του αγγλικού ho, ho, ho, που θυμίζει τον αϊ-Βασίλη
Προφορά
επεξεργασίαΕπιφώνημα
επεξεργασίαχο χο!
- ηχομημητικό που αποδίδει βαθύ γέλιο (συνήθως επαναλαμβανόμενο: χο χο χο!)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη χα χα
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία χο χο