laughter
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασία- τα γέλια, η ενέργεια ή ο ήχος του να γελάω
- ⮡ I teared up from laughter.
- Δάκρυσα από τα γέλια.
- ⮡ We burst into laughter.
- Ξεσπάσαμε σε γέλια.
- ⮡ They roared with laughter.
- Γέλασαν θορυβωδώς.
- ⮡ I teared up from laughter.