ενικός         πληθυντικός  
facétie facéties

  Ετυμολογία

επεξεργασία
facétie < facecie < λατινική facetia < facetus (καλοφτιαγμένος, ευχάριστος)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fa.se.si/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

facétie (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία