facétie
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
facétie | facéties |
Ετυμολογία επεξεργασία
- facétie < facecie < λατινική facetia < facetus (καλοφτιαγμένος, ευχάριστος)
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
facétie (fr) θηλυκό
- η φάρσα
ενικός | πληθυντικός |
facétie | facéties |
facétie (fr) θηλυκό