φάρσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φάρσα | οι | φάρσες |
γενική | της | φάρσας | των | φαρσών |
αιτιατική | τη | φάρσα | τις | φάρσες |
κλητική | φάρσα | φάρσες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
φάρσα θηλυκό
- είδος ελαφριού κωμικού θεατρικού έργου όπου το αστείο στηρίζεται συνήθως στην γελοιοποίηση ατόμων προς διασκέδαση των υπολοίπων
- ενέργεια με σκοπό την παραπλάνηση των άλλων για πλάκα ή για άλλους λόγους, η παραπλάνηση για τη γελοιοποίηση κάποιου, το κάπως χοντρό αστείο που έχει συνέπειες ή αναστατώνει
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ φάρσα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας