Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βλάκας οι βλάκες
      γενική του βλάκα των βλακών
    αιτιατική τον βλάκα τους βλάκες
     κλητική βλάκα βλάκες
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

βλάκας < αρχαία ελληνική βλάξ από την αιτιατική «τὸν βλάκα» [1]

  Ουσιαστικό

βλάκας αρσενικό

  • αυτός που έχει χαμηλή νοημοσύνη ή που συμπεριφέρεται χωρίς σκέψη
  • ο ανόητος, ο χαζός

Άλλες μορφές

Εκφράσεις

  • (αργκό) σαν βλάκας: πάρα πολύ
    έτρεχε πίσω της διαρκώς, την ήθελε σα βλάκας

Συγγενικά

Σύνθετα

Σημειώσεις

  • αν και είναι αρσενικό όνομα αποδίδεται και σε θηλυκά πρόσωπα:
    αυτή η γυναίκα είναι μεγάλος βλάκας

  Μεταφράσεις

  Αναφορές