idiot
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
idiot | idiots |
Ετυμολογία
επεξεργασία- idiot < μέση αγγλική idiote < λατινική idiota < αρχαία ελληνική ἰδιώτης < αρχαία ελληνική ἴδιος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαidiot (en)
- ο χαζός άνθρωπος, ο ηλίθιος, ο χαζός, ο βλάκας, ο ανεγκέφαλος, ο παλαβός (με την έννοια χαζός)
- (παρωχημένο) ιδιώτης, κάποιος με σοβαρή διανοητική καθυστέρηση
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαidiot (fr)
- ο χαζός, ο μπουμπούνας, το κορόιδο, ο ηλίθιος, o κουτεντές, ο βλάκας
- Mais quel idiot ! : μα τι χαζός άνθρωπος!
Επίθετο
επεξεργασίαidiot (fr)