ενικός         πληθυντικός  
idiot idiots

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

idiot (en)

  1. ο χαζός άνθρωπος, ο ηλίθιος, ο χαζός, ο βλάκας, ο ανεγκέφαλος, ο παλαβός (με την έννοια χαζός)
  2. (παρωχημένο) ιδιώτης, κάποιος με σοβαρή διανοητική καθυστέρηση



Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

idiot (fr)