idiot
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
idiot | idiots |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- idiot < μέση αγγλική idiote < λατινική idiota < αρχαία ελληνική ἰδιώτης < αρχαία ελληνική ἴδιος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
idiot (en)
- ο χαζός άνθρωπος, ο ηλίθιος, ο χαζός, ο βλάκας, ο ανεγκέφαλος, ο παλαβός (με την έννοια χαζός)
- (παρωχημένο) ιδιώτης, κάποιος με σοβαρή διανοητική καθυστέρηση