Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μπουμπούνας
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Σύνθετα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
μπουμπούν
ας
οι
μπουμπούν
ες
γενική
του
μπουμπούν
α
—
αιτιατική
τον
μπουμπούν
α
τους
μπουμπούν
ες
κλητική
μπουμπούν
α
μπουμπούν
ες
Κατηγορία
όπως «
αγώνας
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μπουμπούνας
< πιθανόν
μπουμπουνίζω
+
-ας
(
αναδρομικός σχηματισμός
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μπουμπούνας
αρσενικό
(
οικείο
)
ανόητος
, που δεν καταλαβαίνει
Σύνθετα
επεξεργασία
μπουμπουνοκέφαλος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μπουμπούνας
αγγλικά
:
thickhead
(en)
γαλλικά
:
idiot
(fr)
,
cruche
(fr)
,
cornichon
(fr)