κορόιδο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κορόιδο | τα | κορόιδα |
γενική | του | κορόιδου | των | κορόιδων |
αιτιατική | το | κορόιδο | τα | κορόιδα |
κλητική | κορόιδο | κορόιδα | ||
Με συνίζηση στην παραλήγουσα: προφέρεται ως παροξύτονο. | ||||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /koˈɾoi̯.ðo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐ρόι‐δο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κορόιδο ουδέτερο
- χαρακτηρισμός για πρόσωπο που εξαπατήθηκε ή εξαπατάται εύκολα
- ※ Πολλά κορόιδα την έπαθαν σαν κι εμένα. (Δημήτρης Ψαθάς, Η Θέμις έχει κέφια, 1937)
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
- ↑ κορόιδο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- 1 2 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ Έτσι ονομάζονταν σκωπτικά στον Βυζαντινό στρατό ορισμένοι νεοσύλλεκτοι στρατιώτες, επειδή κουρεύονταν με το ψαλίδι κουράς γιδιών (Κ. Σάθας, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, τόμ. Β', σελ. μ', υποσημ. 2). Παράβαλε με σύγχρονες σκωπτικές εκφράσεις για τους νεοσύλλεκτους.