Άνοιγμα κυρίου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Είσοδος
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ηλίθιος
Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
ἠλίθιος
Πίνακας περιεχομένων
1
Ελληνικά (el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Επίθετο
1.3.1
Συγγενικές λέξεις
1.3.2
Μεταφράσεις
Ελληνικά (el)
πτώση
ενικός
ονομαστική
ηλίθι
ος
ηλίθι
α
ηλίθι
ο
γενική
ηλίθι
ου
ηλίθι
ας
ηλίθι
ου
αιτιατική
ηλίθι
ο
ηλίθι
α
ηλίθι
ο
κλητική
ηλίθι
ε
ηλίθι
α
ηλίθι
ο
πτώση
πληθυντικός
ονομαστική
ηλίθι
οι
ηλίθι
ες
ηλίθι
α
γενική
ηλίθι
ων
ηλίθι
ων
ηλίθι
ων
αιτιατική
ηλίθι
ους
ηλίθι
ες
ηλίθι
α
κλητική
ηλίθι
οι
ηλίθι
ες
ηλίθι
α
Ετυμολογία
ηλίθιος
<
αρχαία ελληνική
ἠλίθιος
<
ἤλιθα
Προφορά
ΔΦΑ
: /
iˈli.θi.ɔs
/
αρσενικό
ΔΦΑ
: /
iˈli.θi.a
/
θηλυκό
ΔΦΑ
: /
iˈli.θi.ɔ
/
ουδέτερο
Επίθετο
ηλίθιος, ηλίθια / ηλιθία, ηλίθιο
που υστερεί
νοητικά
που δεν έχει
λογική
που δεν
αρμόζει
Συγγενικές λέξεις
ηλιθιώδης
ηλιθιότητα
ηλιθιωδώς
πανηλίθιος
Μεταφράσεις
ηλίθιος
αγγλικά
:
stupid
(en)
,
dumb
(en)
,
boob
(en)
,
περίφραση
: dumb lump of a man/woman/boy/girl
γαλλικά
:
imbécile
(fr)
,
stupide
(fr)