Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ηλιθιώδης η ηλιθιώδης το ηλιθιώδες
      γενική του ηλιθιώδους της ηλιθιώδους του ηλιθιώδους
    αιτιατική τον ηλιθιώδη την ηλιθιώδη το ηλιθιώδες
     κλητική ηλιθιώδη(ς) ηλιθιώδης ηλιθιώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ηλιθιώδεις οι ηλιθιώδεις τα ηλιθιώδη
      γενική των ηλιθιωδών των ηλιθιωδών των ηλιθιωδών
    αιτιατική τους ηλιθιώδεις τις ηλιθιώδεις τα ηλιθιώδη
     κλητική ηλιθιώδεις ηλιθιώδεις ηλιθιώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ηλιθιώδης < (ελληνιστική κοινήἠλιθιώδης < αρχαία ελληνική ἠλίθιος < ἤλιθα

  Επίθετο επεξεργασία

ηλιθιώδης, -ης, -ες

  1. που μοιάζει με ηλίθιο
  2. ταιριαστός σε ηλίθιο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία