ηλιθιώδης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ηλιθιώδης < (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἠλίθιος < ἤλιθα
Επίθετο
επεξεργασία
ηλιθιώδης, -ης, -ες
- που μοιάζει με ηλίθιο
- ταιριαστός σε ηλίθιο
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ηλιθιώδης
|